- γάντζωμα
- το1. το κρέμασμα από γάντζο.2. μτφ., το άρπαγμα, το γράπωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γάντζωμα — το 1. ανάρτηση ή εξάρτηση κάποιου πράγματος με γάντζο 2. στενή επαφή, προσκόλληση … Dictionary of Greek
αγκίστρωμα — το [αγκιστρώνω] 1. σύλληψη, πιάσιμο ψαριού στο αγκίστρι 2. τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι 3. ανάρτηση από άγκιστρο, γάντζωμα … Dictionary of Greek
αγκίστρωμα — το, ατος πιάσιμο με άγκιστρο, γάντζωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάγκωμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του δαγκώνω, η δαγκωματιά: Το δάγκωμα του σκύλου στο χέρι μου ήταν αρκετά δυνατό. 2. το μάγκωμα, το γάντζωμα: Το μανίκι μου πιάστηκε στο δάγκωμα της πόρτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)